- γλοιούμαι
- γλοιοῦμαι (-όομαι) (Α) [γλοιός]γίνομαι γλοιώδης, καθίσταμαι κολλώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλοιοποιούμαι — ( έομαι) (Α γλοιοποιοῡμαι) γλοιούμαι … Dictionary of Greek
συγγλοιούμαι — όομαι, ΜΑ 1. συγκολλώ 2. πήζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γλοιοῦμαι «γίνομαι γλοιώδης, κολλώδης»] … Dictionary of Greek